Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

Επιστροφή!!!

Σήμερα αρχίζει ο πολεμικός κύκλος! Για έναν μήνα περίπου, θα ανεβάζω ιστορίες σχετικές με πολέμους και μάχες. Σήμερα, ξεκινάω με την ιστορία: "Η Εκστρατεία" (Ισχύουν οι νόμοι περί πνευματικής ιδιοκτησίας)


Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Μια ιστορία του Βασιλείου Ι. Μέγα


(Antonin Dvorak – Symphony No.9 “From the New World” – Allegro von fuoco)

Μια κόκκινη αυγή ξημερώνει. Η ημέρα της μάχης έφτασε. Επιτέλους, το κάλεσμα των όπλων ηχεί κάτω στη κοιλάδα. Οι άντρες ετοιμάζονται, ο στρατός συγκεντρώνεται. Αυτή είναι μια λαμπρή ημέρα. Η ημέρα που οι εχθροί μας θα καταστραφούν. Η καρδιά μου αδημονεί για τον όλεθρο. Συνάμα όμως, φοβάται.
Τρέμω στην ιδέα να πεθάνω προτού η μάχη ξεκινήσει. Τρέμω στην ιδέα να σκοτωθώ, πριν να βάψω τα χέρια μου μ’ αίμα.
Παρ’ όλα αυτά, είμαι αισιόδοξος. Η πίστη στις δυνάμεις μου, στο σπαθί μου, στην ίδια μου τη σάρκα, είναι τιτάνια. Δεν φοβάμαι κανέναν. Είμαι πανίσχυρος, ο ικανότερος στρατηγός του κόσμου, ο καλύτερος πολεμιστής στο πεδίο. Έχω το σθένος να πραγματοποιήσω μια μεγαλειώδη εκστρατεία. Η ψυχή μου προσδοκά το θρίαμβο. Αλλά μαζί τρέμει και τις απώλειες. Φοβάμαι για τους άντρες μου. Φοβάμαι μήπως χαθούν πολλοί, μέσα στη φρίκη του πολέμου. Φοβάμαι για τις ψυχές τους, μα πιο πολύ φοβάμαι για τους ζωντανούς μετά.
Παρ’όλα αυτά, είμαι ήσυχος. Γνωρίζω καλά την γενναιότητα των στρατιωτών. Γνωρίζω καλά πως όλοι αυτοί που με κοιτάνε στα μάτια, έχουν περισσότερο θάρρος κι από χίλιους βετεράνους μαζί. Ναι, όλοι αυτοί είναι οι γενναίοι των γενναίων. Έτοιμοι να πεθάνουν για το κοινό καλό. Για την ειρήνη, για έναν Νέο Κόσμο.
Έναν Κόσμο όπου δεν θα υπάρχει αδικία. Έναν Κόσμο όπου η καταπίεση, η τυραννία, ακόμη και η βία θα σβήσουν για πάντα. Κανένα απ’ τα κακά του ανθρώπου, δεν θα υπάρχει σ’ αυτό το νέο κράτος. Όλοι θα είναι ευτυχισμένοι. Η ειρήνη, η ευημερία και η ευμάρεια θα γίνουν τα τρία συνώνυμα του Νέου Κόσμου. Αυτό είναι το όνειρο μου. Να θεμελιώσω για τους συνανθρώπους μου, την ιδανική κοινωνία.
Ωστόσο, τα αγαθά κόποις κτώνται. Κι έτσι πρέπει να μοχθήσουμε σήμερα, για να χαρούμε αύριο. Να ταλαιπωρήσουμε τα κορμιά μας, για να τα ξεκουράσουμε μετά. Να καταπιούμε γαλόνια αίμα, για να τα φτύσουμε μετά.
Κοιτώ στα μάτια, έναν-έναν τους πολεμιστές μου. Στα βλέμματα τους καθρεφτίζεται, η αξεπέραστη ρώμη μιας ολόκληρης γενιάς. Η θεϊκή ευρωστία που θα ζήλευα στα νιάτα μου.
Τους κοιτώ και φωνάζω:
‘‘Θάρρος και Δύναμη!’’
Και αυτοί μου απαντάνε με μια φωνή:
‘‘Ισχύς και Ανδρεία!’’
Η κραυγή τους σκίζει τα ουράνια. Αυτοί είναι οι γενναίοι των γενναίων. Έτοιμοι να πεθάνουν για το κοινό καλό. Για την ειρήνη, για τον Νέο Κόσμο.



(Richard Wagner – Die Walkure – Ride of the Valkyries)

Μάχη, Κόκκινη Μάχη, Μάχη της Σάρκας, Απάνθρωπη Μάχη. Η Μάχη του Κτήνους. Τα σπαθιά ανεμίζουν σαν λιμασμένα γεράκια. Μερικά βρίσκουν λεία, κάποια άλλα όχι. Τα περισσότερα όμως, θρέφονται με ανθρώπινο κρέας. Οι ασπίδες κροτούν κάτω απ’ το βάρος των νεκρών. Ο στρατός προελαύνει. Τα άρματα λυγίζουν κάτω απ’ τα ποδοβολητά. Τα άρματα παύουν να υφίστανται. Γίνονται ένα με τον νεκρό. Μια ειδεχθής μάζα από μέταλλο και κρέας.
‘‘Ιδού έστι καυτή σάρξ, δια την μίξη μετά του ψυχρού μετάλλου!’’ ουρλιάζει ένας τραυματισμένος. Στα δυο του χέρια, σφίγγει τις γάμπες του. Ένας εχθρός πλησιάζει να τον σκοτώσει. Ωστόσο εκείνος του εκσδεντονίζει τα κομμένα του πόδια και εγώ τον αποκεφαλίζω με ένα αστραπιαίο ξιφισμό.
‘‘Ω Μητέρα Φύση! Γιατί πότισες με τέτοιο μένος τους ανθρώπους. Γιατί έσπειρες τη διχόνοια ανάμεσα τους. Ή μήπως δεν ήσουν εσύ; Δεν ήσουν εσύ που τους έδωσες ζωή; Αλλά έσφαλλες! Τόλμησες ενάντια σ’ όλα τα αγνά πλάσματα σου, να τους δώσεις τη λογική. Την νόηση όπως έλεγε ο Ξενοφάνης. Την καταραμένη σκέψη που τους όπλισε τα χέρια. Την νόηση που τους έκοψε τα χέρια!’’ φωνάζει ένας άλλος λαβωμένος. Τα χέρια του βρίσκονται κομμένα, δίπλα απ’ το τρυπημένο του σώμα. Ένας εχθρός έρχεται από πάνω του, σημαδεύοντας τον με το τόξο. Γρήγορα πετάω μια λόγχη και τον πετυχαίνω στο κεφάλι.
‘‘Στην ειρήνη οι γιοι θάβουν τους πατέρες τους. Στο πόλεμο οι πατέρες θάβουν τους γιους τους’’ λέει ένας άλλος πληγωμένος, πλέον ετοιμοθάνατος. Κάποιος απ’ τους εχθρούς τρέχει να επισπεύσει το θάνατο του. Τον προλαβαίνω και τον σφίγγω στο λαιμό, μα πέφτουμε κάτω. Χτυπάω πάνω σε ένα πέλεκυ. Ο μηρός μου σκίζεται. Φωνάζω. Εκείνος χιμάει πάνω μου και προσπαθεί να με καρφώσει στο μέτωπο με το μαχαίρι του. Τον χτυπάω στη κοιλιά και αρπάζω από δίπλα μου, ένα σπαθί. Του το μπήγω στο στέρνο και τον πετάω πίσω.
‘‘ΝΙΚΗ!!!’’ φωνάζει ένας απ’ τους λογαχούς μου. ‘‘Στρατηγέ’’ μου λέει και με βοηθάει να σηκωθώ ‘‘Νικήσαμε!’’
‘‘Αλήθεια;’’ αναρωτιέμαι εγώ, κοιτάζοντας τριγύρω. Βλέπω τη καταστροφή με τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Τα περισσότερα νεκρά χρώματα είναι δικά μας.
‘‘Γιατί νομίζω πως χάσαμε;’’ λέω στο λογαχό και ξαπλώνω κάτω.
‘‘Στρατηγέ μου;’’
‘‘Πήγαινε να βοηθήσεις τους τραυματιοφορείς’’ τον προστάζω κι ύστερα κλείνω τα μάτια.
Είμαι μόνος. Μόνος ανάμεσα στο Θάνατο. Ολομόναχος στο σκοτάδι.
Τι συνέβη στο κόσμο; Γιατί φούντωσε τόσο η αδικία; Από τι υλικά φτιάχνεται η εμπάθεια; ο φθόνος; το μίσος; Γιατί να εξουσιάζει η απληστία; Τι είναι αυτό που μας δίνει το θάρρος να σκοτώνουμε; Να τεντώνουμε τα χέρια και να κάνουμε κάποιον να μην αναπνέει πια; Γιατί; Γιατί τόση κακία; Γιατί;
Κάποιος μες στη μάχη φώναξε πως αν ο άνθρωπος δεν είχε αντίχειρες, τότε θα υπήρχαν λιγότεροι φόνοι. Γέλασα. Γέλασα μες στο χάος της μάχης. Γέλασα και αμέσως μετά σκότωσα. Σκότωσα πάνω από πενήντα ανθρώπους. Πενήντα εχθρούς. Πενήντα κρίματα για την φθαρτή ψυχή μου.
Η ζωή είναι τόσο εύθραυστη. Ίσως γι’ αυτό δεν την δικαιούμαστε. Κανένας σ’ αυτό το καταραμένο κόσμο.


(Robert Schumann – Symphony No.4 – Scherzo: Lebhaft-Trio-attacca)

Χθες είδα το γιο μου να σκοτώνεται. Τι φρικτός εφιάλτης. Αν κάποιος ήθελε να σε σκοτώσει στη ψυχή, μόνο έτσι θα μπορούσε. Να σου θανατώσει τη καρδιά και να πνίξει κάθε ελπίδα που έχεις γι’ αυτό τον κόσμο. Μόνο έτσι θα πέθαινες πραγματικά. Βλέποντας τα αγαπημένα σου πρόσωπα να χάνονται για πάντα. Να ξέρεις ότι δεν θα τα ξαναδείς ποτέ. Αλλά γνωρίζω καλά γιατί είδα αυτό το όνειρο, αυτόν τον απαίσιο εφιάλτη που με έκανε να στεγνώσω απ’ το φόβο. Δεν συνέβη τυχαία. Όχι.
Η Μαύρη Φωτιά που πλανάται πάνω απ’ τις ζωές μας, μου έστειλε ένα μήνυμα. Έναν ακαθόριστο οιωνό. Έναν κενό καμβά που εξαρτάται από μένα, αν θα τον γεμίσω με μελανά ή φωτεινά χρώματα. Όλα βασίζονται στο πως θα αντιδράσω σήμερα. Πως θα ανέβω στο λεπτοκαμωμένο δέντρο της κρίσης, χωρίς να σπάσω ούτε ένα κλαδί. Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός. Πρέπει να κρίνω σωστά. Η λογική κι όχι το συναίσθημα θα κυριαρχήσουν μέσα μου. Ναι, έτσι θα γίνει.
Έφεραν μπροστά μου, τους δύο λιποτάκτες. Είναι κι οι δύο εύσωμοι, δυνατοί. Μοιάζουν καταπληκτικά μεταξύ τους. Οι προδότες! Όχι, πρέπει να ηρεμήσω.
‘‘Γιατί το σκάσατε άντρες;’’ τους ρωτάω.
‘‘Εγώ δεν θέλησα να πολεμήσω’’ απαντά αντρεία ο πρώτος.
‘‘Συγχωρέστε με, στρατηγέ μου. Παρασύρθηκα απ’ το τρόμο της μάχης’’ λέει φοβισμένα ο δεύτερος.
Μπορεί να φέρουν σε δύο σταγόνες νερό, αλλά απ’ τις απαντήσεις τους, είναι τόσο διαφορετικοί στη ψυχή. Έφερα μια νοητή κάθετο ανάμεσα τους. Μια διαχωριστική γραμμή, λευκό και μαύρο, ρωμαλέο και ασθενές.
‘‘Γνωρίζετε την ποινή για την λιποταξία;’’ ρωτάω ξανά.
‘‘Ναι, και δεν φοβάμαι να την υποστώ!’’ φωνάζει ο πρώτος και προτάσσει γενναία, το γυμνό του στήθος.
‘‘Συγχώρεσε με άρχοντα μου. Εσύ που είσαι τόσο καλός. Λυπήσου με!’’ ουρλιάζει ο δεύτερος και πέφτει σαν τρομαγμένο γατί στα πόδια μου. Τον κλωτσάω με δύναμη στο πρόσωπο και του σπάω όλα σχεδόν τα δόντια. Τόσο αδύναμος είναι.
Πέφτει κραυγάζοντας κάτω, μα δεν τα παρατάει. Ορθώνεται ξανά και με πλησιάζει
‘‘Θαθ παρακαλώ. Μη με θκοτώθετε!’’ παρακαλάει ξανά, τα λόγια του όμως προκαλούν το γέλιο στους λογαχούς μου.
‘‘Σκασμός!’’ φωνάζω και δίνω αμέσως εντολή ‘‘Πάρτε τους!’’
Ο γενναίος προχωράει μόνος, ο δειλός σέρνεται από τρεις αξιωματικούς. Ο γενναίος γελάει, γελάει κατάμουτρα στο θάνατο. Ο δειλός κλαίει, κλαίει αξιολύπητα στο θάνατο. Τι πλήρης αντίθεση. Αν και είναι δίδυμοι, έχουν εντελώς διαφορετικές ψυχές. Ο πρώτος είναι θαρραλέος, δυνατός, λιόντας φως ενώ ο δεύτερος είναι φοβιτσιάρης, αδύνατος, αμνός σκότος.
Ακόμη και τα πρόσωπα τους καθώς πέφτουν κάτω στη γη, έχουν τελείως αντίθετες εκφράσεις. Ο ένας έχει σκληρό βλέμμα, τα χείλια του ίσα που μειδιούν ενώ ο άλλος έχει ζαρωμένη όψη, το στόμα του είναι διάπλατα ανοικτό και από μέσα πετάγεται ο φόβος. Ο υγρός, κόκκινος τρόμος.
‘‘Αυτοί οι δυο ήταν αδέρφια. Προέρχονταν από μεγάλη οικογένεια, γύρω στα οκτώ παιδιά. Όχι, λάθος έκανα. Τώρα είναι έξι’’ γέλασε ένας λοχίας καθώς συνομιλούσε μ’ έναν απ’ τους ιππάρχους. Εντούτοις εγώ δεν έδωσα καμμία σημασία και έφυγα κατευθείαν για τη σκηνή μου. Πλέον ήμουν ήσυχος. Είχε αποδοθεί δικαιοσύνη.



(Franz Liszt – Gretchen am Spinnrade)

Αποφάσισα να κοιμηθώ το μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως αυτός ο ύπνος της ημέρας σ’ αναζωογονεί. Παρ’ ότι με έκανε να νιώθω άσχημα, τα απογεύματα ήμουν πιο φρέσκος απ’ ότι τα πρωινά. Ένα γεγονός που το υπόμενα για χάρη της ζωτικότητας μου.
Ένας φίλος μου έλεγε ότι η ενέργεια του ανθρώπου καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, ακολουθεί τη πορεία μιας άνισης πυραμίδας. Το πρωί ξεκινά την ανάβαση, το μεσημέρι φτάνει στη κορυφή και έπειτα…ακολουθεί η πτώση. Μ’ εμένα ωστόσο είναι διαφορετικά. Η ισχύς μου ακολουθεί δύο πυραμίδες. Ανέρχεται τα πρωινά, κατέρχεται τα μεσημέρια, ξανανέρχεται και κορυφώνεται τις εσπερινές ώρες και βυθίζεται τις νύχτες. Έτσι έχω την διπλή ευεξία ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Παρ’ όλα αυτά τα βράδια νιώθω σαν νεκρός. Αλλά αυτό ήταν ένα άλλο γεγονός που έπρεπε να το υποστώ για χάρη της ζωτικότητας μου. Έτσι έκρινα σωστό, να κοιμηθώ το μεσημέρι.
Προτού όμως κλείσω τα μάτια, αποφάσισα να διαβάσω λίγο. Έπιασα απ’ το μικρό τραπεζάκι, το μαύρο βιβλίο με τα χρυσά γράμματα που πάνω του έγραφε:
Ομήρου Ιλιάς, Β’ Τόμος. Άνοιξα στον σελιδοδείκτη και είδα ότι βρισκόμουν κοντά στο τέλος της Φ’ ραψωδίας. Πήγα να ξεκινήσω απ’ το στίχο 330. Διάβασα δώδεκα στίχους και μετά σταμάτησα. Οι ενοχλητικές φωνές των φρουρών δεν με άφηναν να συγκεντρωθώ. Ο Όμηρος θέλει μεγάλη προσήλωση, αν όχι υπερβολικό σεβασμό. Φωνάζοντας έδιωξα αμέσως τους στρατιώτες που στέκονταν κοντά στη σκηνή μου και συνέχισα απ’ το στίχο 342. Ωστόσο διάβασα πολύ λίγο, μόνο σαράντα στίχους. Τα μάτια μου βάρυναν ξαφνικά και ένα έντονο χασμουρητό μου ξεκλείδωσε ηχηρά τη γνάθο. Έκλεισα το μαύρο βιβλίο με τα χρυσά γράμματα και το απίθωσα, πάνω στο μικρό τραπεζάκι. Μεμιάς παραδόθηκα στις λησμονικές αγκάλες του πανίσχυρου Μορφέα.
Ένα τρομερό όνειρο με βρήκε. Δεν ήταν εφιάλτης, όχι στην αρχή τουλάχιστον. Βρέθηκα να πατώ σε έναν αχανή κάμπο. Το χώμα ήταν κατακόκκινο αλλά αυτό δεν ήταν το φυσικό του χρώμα. Ήμουν τόσο σίγουρος όσο και ο λευκός ήλιος που έφεγγε από πάνω μου. Έσκαψα λίγο με το πόδι μου τη γη και είδα την πραγματική της όψη. Κίτρινη, κατάχλωμη που ήταν η θωριά της.
‘‘Κάτι απάνθρωπα φρικαλέο έλαβε μέρος σ’ αυτό το τόπο!’’ είπα με τη φωνή της ονειρικής μου φαντασίας και προχώρησα μπροστά.
Περπάτησα πάνω στο ερυθρό λιβάδι μέχρις ότου ένας ορμητικός ποταμός βρέθηκε ξαφνικά να μου κόβει τη πορεία. Φαινόταν αρκετά βαθύς και το πλάτος του ξεπερνούσε τα πενήντα μέτρα. Απελπίστηκα, ένα μαύρο νέφος πλάκωσε τη καρδιά μου. Ήθελα τόσο πολύ να περάσω απέναντι κι ας μην ήξερα που ήθελα να πάω. Τελικά η λύση ήρθε απ’ το καταγάλανο ουρανό. Μια βροντερή, γυναικεία φωνή με πρόσταξε:
‘‘Άρπαξε τις δάδες!’’
‘‘Ποιες δάδες;’’ αναρωτήθηκα εγώ και αίφνης δύο τεράστιοι πυρσοί βρέθηκαν να φλογίζουν μπροστά μου. Δίχως κανένα ενδοιασμό, τους άρπαξα και τους έφερα πάνω απ’ τις όχθες του ποταμού. Τώρα ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Έσφιξα όσο πιο δυνατά μπορούσα τα κοντάρια και αυτά εκσδεντόνισαν τεράστια κύματα φωτιάς προς το νερό. Οι όχθες έβρασαν, η γη άναψε και ο ποταμός άρχισε να εξατμίζεται. Μέχρι που έσπασε σε δύο όμοια ρυάκια και τότε η γυναικεία φωνή με διέταξε:
‘‘Αρκετά, δεν πρέπει να σκοτώνεις τους ομοίους σου’’
Έγνεψα καταφατικά και πέταξα πέρα τις δάδες. Αυτές με ένα υπόκωφο τσιτσίρισμα, έσβησαν στον αέρα και εγώ ανενόχλητος, διάβηκα τη πεδιάδα ως το τέλος.
Έφτασα στις παρυφές ενός ψηλού βουνού. Μέσα σε ένα πυκνό δάσος από έλατα, αντίκρισα μια συστάδα από πεύκα. Οκτώ ψηλά πεύκα αλλά δύο απ’ αυτά μου τράβηξαν έντονα τη προσοχή.
Είχαν το ίδιο μέγεθος, τα ίδια πυκνά φυλλώματα, το ίδιο χρώμα στο κορμό.
‘‘Μα, αυτά είναι δίδυμα!’’ φώναξα μες στο ύπνο μου.
Πλησίασα για να δω καλύτερα και τότε ήταν που διαπίστωσα την βασική τους διαφορά. Οι φωνές τους ήταν τόσο διαφορετικές. Το θρόισμα που έκαναν τα φύλλα τους ήταν ολότελα ανόμοιο, εντελώς αντίθετο. Το δεξί είχε έναν σιγανό ψίθυρο σαν κλαυθμήρισμα, το αριστερό είχε ένα στεντόρειο τόνο, σαν επιβλητική κραυγή.
Αυτά τα δύο όμοια αλλά τόσο διαφορετικά δέντρα στέκονταν μπροστά μου όταν γρήγορα οι δύο δάδες βρέθηκαν και πάλι στα χέρια μου.
‘‘Η δικαισύνη πρέπει να αποδοθεί!’’ κραύγασε η γυναικεία φωνή των ουρανών, η βροντή της εκδίκησης. Νιώθοντας μια βαθιά παρόρμηση, τέντωσα τα χέρια μου και άρχισα να καίω με μίσος τα δυο δέντρα.
Τα χείλη μου άγγιξαν την ηδονή. Τρέμωντας σύγκορμος, γεύτηκα με πόνο την θεσπέσια στάχτη που έρεε κάτω απ’ τα πόδια μου. Ένιωθα τόσο πλήρης με τη καταστροφή. Με το χορό της αμείλικτης φλόγας καθώς έγλυφε σαδιστικά, τους καψαλισμένους κορμούς. Ήταν όλα τόσο ωραία. Μια επική ονείρωξη του χάους!
Τότε όμως, τα υπόλοιπα έξι πεύκα σηκώθηκαν απ’ τις γκρίζες ρίζες τους και χίμηξαν επάνω μου.
‘‘Αφήστε με!!!’’ ούρλιαξα μες στο υγρό εφιάλτη μου. Κατακρημνίστηκα στο φως, στη πραγματικότητα. Επανήλθα ευάλωτος.



(Ludwig van Beethoven – Symphony No.9 – Presto)

‘‘Ένα άθλιο κουφάρι σέρνεται στο βράχο
Ένα κουφάρι που θα το κατασπαράξω!’’ τραγουδούν οι αχρείοι. Κι όταν τους ρωτώ γιατί το κάνουν αυτό, με χτυπούν με δύναμη στο πρόσωπο. Με τραβάνε στην απότομη πλαγιά και με κλωτσάνε στα οπίσθια σαν να είμαι κανένα μουλάρι.
‘‘Ένα άθλιο κουφάρι σέρνεται στο βράχο
Ένα κουφάρι που θα το κατασπαράξω!’’ συνεχίζουν το τραγούδι οι θρασύδειλοι
‘‘Λύστε με άνανδροι και ύστερα ελάτε ένας – ένας να σας σκοτώσω’’ ουρλιάζω. Μια τρομερή οργή ξεχειλίζει απ’ τα μάτια μου.
‘‘Πολύ ευχαρίστως, στρατηγέ μου’’ λέει ένας απ’ αυτούς και αμέσως μετά με κλωτσάει με δύναμη στη μύτη. Το αίμα μου θολώνει την όραση. Μια ερυθρή ομίχλη με πνίγει και δεν μπορώ να δω τίποτα. Μισότυφλος και ανήμπορος να αντιδράσω στα λακτίσματα, προχωρώ μπροστά.
Σε λίγο με σταματούν. Τα μάτια μου βλέπουν αμυδρά ένα ψηλό, μυτερό βράχο. Με γδύνουν και με δένουν πάνω στο λίθο, τραγουδώντας όλοι μαζί:
‘‘Ένα άθλιο κουφάρι δένεται στο βράχο
Ένα κουφάρι που θα το κατασπαράξω!’’
Ένας με χαράσσει στο στήθος με μια κρύα λεπίδα.
‘‘Θα μυρίσουν το αίμα σου, φίλε’’ γελάει και με φτύνει στο πρόσωπο.
Κι ύστερα όλοι μαζί φεύγουν τραγουδώντας:
‘‘Ένα άθλιο κουφάρι κινείται στο βράχο
Ένα κουφάρι που θα το κατασπαράξω!’’
Οι φωνές τους χάνονται στην απόσταση. Μια καταιγίδα κρυφού μίσους την οποία νιώθω αργά να ξεθωριάζει πάνω στα ματωμένα μου χείλη. Το αίμα είναι γλυκό. Σαν κρασί ρέει στο λαιμό και με πνίγει. Αλλά είμαι ακόμη ζωντανός. Ζωντανός όταν δέκα άσπρα μάτια με καρφώνουν κάτω απ’ το βάναυσο δειλινό. Αυτοί είναι οι οφθαλμοί της καταδίκης μου. Οι λευκοί οφθαλμοί του θανάτου. Μια πανέμορφη αγέλη λύκων.
Ο αρχηγός ξεπροβάλλει αργά μπροστά μου. Έχει ογκώδες κορμί, τα δόντια του γυαλίζουν κόκκινα απ’ το πορφυρό ηλιοβασίλεμα, τα μάτια του λάμπουν λευκά, ακτινοβολούν με πυγμή το ένστικτο της επιβιώσης. Σέβομαι απόλυτα το δικαίωμα του. Άλλωστε πόσες φορές έχει τύχει λύκος να φάει στρατηγό;
‘‘Ποτέ’’ φωνάζω και ο αρχηγός ορμάει και με δαγκώνει στα πόδια.
‘‘Αααχ’’ βγαίνει η κραυγή μου. Νιώθω τόσο έντονα τα δόντια του να μπήγονται σαν καρφιά στις γάμπες μου. Τραβάει με ισχύ το κρέας, κομμάτια σάρκας. Και είναι μόνο η αρχή. Πρώτα θα τραφεί αυτός και ύστερα η υπόλοιπη αγέλη.
‘‘Ένα άθλιο κουφάρι ματώνει στο βράχο
Ένα κουφάρι που γλυκά το κατασπαράζω!’’ αρχίζω να τραγουδώ το σκοπό του ηγέτη. Το σκοπό του λύκου. Χαίρομαι που πεθαίνω από κάποιον αντάξιο της ιδιότητας μου. Ένας αρχηγός που σκοτώνει ένα στρατηγό. Παρακαλώ μόνο τις μύχιες δυνάμεις του ουρανού να μου αφήσουν τα μάτια. Θέλω να δω καθαρά το τέλος του πολέμου. Να δω αν άξιζε όλος αυτός ο πόνος των ανθρώπων, όλο αυτό το αίμα που χύθηκε στη γη.
Μια βροχή με τυφλώνει τώρα. Επιτέλους χάνομαι στη λησμονιά. Ένα απύθμενο σκότος με αγκαλιάζει. Μια απόλυτη σιωπή με καλωσορίζει. Αυτό είναι άραγε; Τι καθησυχαστικό που φαντάζει στις κενές μου σκέψεις, τι απαλό που ανώδυνα με κομματιάζει, όμορφο, γλυκό και τρυφερό…



ΤΕΛΟΣ