Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

"Ήλθε η ώρα της Προόδου!!!"

Καλησπέρα! Μιας και ήρθε αυτή η δύσκολη ώρα, θα κάνω τουλάχιστον δύο εβδομάδες μέχρι να ανεβάσω την δεύτερη ιστορία μου ("Πόλη Θανάτου"). Εξάλλου αυτό τον καιρό, εκτυπώνω το κατοχυρωμένο μου βιβλίο και ετοιμάζομαι να το ξαναστείλω στους "κωφούς εκδότες..."
Τέλος πάντων, έχω πολύ τρέξιμο γι'αυτές τις δύο εβδομάδες. Αλλά μετά...έρχονται Χριστούγεννα.

Βασίλειος Μέγας
24-11-2007

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

(Η πρώτη μου ιστορία...κατοχυρωμένη και ασφαλισμένη. Απολαύστε...)

ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

Μια αστική ιστορία τρέλας βασισμένη σε αληθινά γεγονότα
του Βασιλείου Ι. Μέγα


Προοίμιο: Κάποιος χτυπάει τη γροθιά του σ’ένα τοίχο και αμέσως νιώθει το άκρο του, να μουδιάζει απ’ το πόνο. Κάποιος χτυπάει έναν άλλο στο πρόσωπο και εκείνος θυμωμένος, του ανταποδίδει το χτύπημα. Κάποιος χτυπάει ένα παιδί και εκείνο κλαίει. Αντιδρά με το πιο φυσιολογικό συναίσθημα της ηλικίας του, τη λύπη. Ίσως επειδή δεν γνωρίζει ακόμα τι θα πει βία.
Στη Φύση, σε κάθε δράση υπάρχει και αντίδραση. Στους ανθρώπους, η βίαιη ενέργεια που επιδρά πάνω στη ψυχή ενός μικρού παιδιού, μπορεί αργότερα να έχει την ίδια ή παρόμοια αντενέργεια, μπορεί όμως να έχει και πολύ χειρότερα αποτελέσματα. Όπως η αντίδραση του καταπιεσμένου νεαρού που εξιστορείται εδώ, μέσα από το πρίσμα της ταραγμένης του ψυχής. Ένας αχανής λαβύρινθος με σκοτεινά χρώματα και κίβδηλες φωνές…

‘‘Τι σκέφτεσαι Χάρυ;’’ φώναξα στο φίλο μου.
Ο Χάρυ, ένας εύσωμος νεαρός καθόταν κάπως νωχελικά πάνω στο μικρό κόκκινο παγκάκι. Τα πόδια του βρίσκονταν σε μια πρόστυχη στάση πάνω στο κάθισμα ενώ τα χέρια του, σταυρωμένα εμπρός, υποδήλωναν μια τάση αναζήτησης στο μυαλό του. Κάτι σκεφτόταν, κάτι του βασάνιζε το ταλαιπωρημένο νου. Δεν μπορεί γαμώτο! Τι σκέφτεται;
‘‘Κάτι για το χθες Μπίλυ’’ απάντησες σε λίγο στο φίλο σου. Δεν γνωρίζεις γιατί αλλά ο ήχος της φωνής του άργησε να φτάσει στα αυτιά σου. Αυτό σου θύμισε λιγάκι τις μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων αλλά απ’ την ανάποδη. Σ’ αυτές που ο εκφωνητής φωνάζει γκολ προτού η μπάλα μπει στο πλεκτό. Είδες τον Μπίλυ. Έναν ψιλόλιγνο άντρα με αποφασιστικό βλέμμα. Ποιος είναι ο αριθμός; Η σκέψη σου όμως έγινε λόγος και η ερώτηση ήχησε τώρα, σαν σάλπιγγα ηττημένου στρατού.
‘‘Ποιος είναι ο αριθμός;’’
‘‘Γιατί να σου πω;’’ είπα με χαμόγελο.
‘‘Πες μου και εγώ θα υποκύψω για μια ημέρα’’ πρότεινες.
‘‘Μια βδομάδα’’ αντεπρότεινα εγώ σκληρά.
‘‘Τρεις ημέρες’’ κατέβασες λίγο.
‘‘Πέντε ημέρες’’ είπα και πάλι σε έντονο ύφος και τελικά τον έπεισα στις έξι ημέρες. Τι κορόιδο που είσαι, όχι, είμαι πιο σωστά!
‘‘Πενήντα και πέντε’’ απάντησα και ησύχασα.
Μια ηλικιωμένη κυρία περπατούσε για ώρα γύρω απ’ το παγκάκι. Στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα κινητό. Σε κάποιον μιλούσε. Μάλλον ο γιος της, γιατί η φράση που ξεστόμιζε συνέχεια ήταν η εξής:
‘‘Πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό, Σάμιουελ; Σήμερα, που είναι η γιορτή της μητέρας;’’. Είναι αυτή μητέρα; Ο κόσμος καταλαβαίνει. Όσο πλησίαζε στο παγκάκι, η φωνή της χαμήλωνε. Όχι όμως τόσο για να μην ακούει το παγκάκι. Συνέχιζε να γυροφέρνει. Συνέχιζε να λέει:
‘‘Πως μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό, Σάμιουελ; Σήμερα, που είναι η γιορτή της μητέρας;’’
‘‘Δεν υποφέρεται Χάρυ’’ μίλησα στο φίλο μου.
‘‘Ναι Μπίλυ! Μας θυμίζει τον Τομ που όλο κλαιγόταν για την μάνα του. Σαν να τον ακούω μες στο κεφάλι μου’’ του είπες με έμφαση.
‘‘Ναι, κι εγώ τον ακούω’’ συμφώνησα αν και δεν άκουγα καμμία διαολεμένη φωνή. Δεν είμαι τρελός εγώ. Όχι! Ο Χάρυ είναι τρελός. Ο Τομ ήταν τρελός.
Ο Τόμας ήταν ένας βραχύσωμος νεαρός ο οποίος έκανε συνεχείς αναφορές στα παιδικά του τραύματα. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ το πατέρα του, και η μητέρα του που εκ πρώτης όψεως φαινόταν ήρεμος και πράος άνθρωπος, όταν έκλεινε η πόρτα του σπιτιού, ξεσπούσε με βρισιές και χαστούκια πάνω του. Ήταν ένας θηλυκός Ιανός, ένα διπρόσωπο τέρας, μια σατανική γυναίκα! Κάθε βράδυ, η Μεγάλη Κυρία ερχόταν σπίτι, πτώμα απ’ τη δουλειά και χτυπούσε αλύπητα τον μικρό Τόμας. Κάτι που αργότερα έφερε στο προσκήνιο τον χαιρέκακο Χάρυ και τον μισάνθρωπο Μπίλυ. Εντέλει ο όρος μητέρα κατέληξε να έχει την έννοια του απόλυτου κακού για τους τρεις χαρακτήρες.
‘‘Γιατί παιδί μου; Σήμερα που γιορτάζουν οι μανούλες;’’ επανέλαβε η γριά γυναίκα.
‘‘Καν’ την να σωπάσει, Μπίλυ!’’ ζήτησες τότε απ’ το φίλο σου, γρυλλίζοντας σαν λιμασμένο αγρίμι.
‘‘Πολύ καλά’’ αποκρίθηκα και αμέσως σημάδευσα το κεφάλι της.
‘‘Χι, χι, κινούμενος στόχος’’ γέλασες σαρδόνια. Ωστόσο στις Σάρδεις, τους γέρους τους έριχναν απ’ το γκρεμό. Δεν τους πυροβολούσαν στο κεφάλι.
‘‘Φυσικά, αφού τότε δεν είχαν τέτοιου είδους βαλλιστικά όπλα’’ είπα και τράβηξα την σκανδάλη. Η σφαίρα πετάχτηκε σαν σπέρμα θανάτου. Βρήκε το δρόμο της και έσπειρε μια ζωγραφιά. Αλλά ο ήχος άργησε και πάλι. Μπουμ! Πάει το κρανίο. Κομμάτια το μυαλό, μια χυμένη σούπα στο κράσπεδο. Τι ωραία που μυρίζει ο καμμένος εγκέφαλος. Μου αρέσει!
‘‘Πόσο τώρα;’’ ρώτησες σαν σχολιαρόπαιδο.
‘‘Πενήντα και έξι’’ απάντησα και ησύχασα.

Κατάληξη: Οι μπάτσοι ήρθαν σαν σίφουνας μες στη νύχτα. Εξαγριωμένοι δαίμονες με γαλάζια μάτια και εκκωφαντικές τσιρίδες. Είδαν την νεκρή γυναίκα. Παρολίγο να πατούσαν τα χυμένα της μυαλά. Ένας ξέρασε και ο δολοφόνος ούρλιαξε:
‘‘Το κίνητο εξερράγη Μπίλυ! Αυτό πες και θα σ’ αθωώσουν!’’ Τον έπιασαν τον αλήτη. Δίχως κόπο τον έμπασαν μες στο περιπολικό και εκείνος φώναξε:
‘‘Τα λέμε Χάρυ! Γεια σου ξεχασμένε Τομ!’’
Το κόκκινο παγκάκι έμεινε εκεί. Ωστόσο, ποτέ άδειο. Ο Χάρυ καθόταν στη μια γωνιά. Με το δακρύβρεχτο πρόσωπο του Τομ, σκαλισμένο στη καρδιά του. Και το κόκκινο παγκάκι έμεινε εκεί. Για πάντα εκεί.

ΤΕΛΟΣ

(All rights reserved)

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Επίσημη πρώτη για το blog του Βασίλειου Μέγα

Ο λόγος που δημιουργήθηκε αυτό το blog είναι για να καταδικάσει την έπαρση των Ελλήνων λογοτεχνών και να κάνει το κόσμο να αγαπήσει λίγο περισσότερο το βιβλίο

Βασίλειος Μέγας
16-11-2007

Από 'βδομάδα, θα ανεβάσω την πρώτη μου ιστορία